Για την Ελίζαμπεθ Στράουτ και τη συγγραφική της δεινότητα είχα ακούσει πολύ καλά λόγια, ιδιαίτερα για τον τρόπο που εμβαθύνει στους χαρακτήρες των βιβλίων της. Χαζεύοντας την εργογραφία της το ενδιαφέρον μου κέντρισε το μυθιστόρημα της με τίτλο «Το όνομα μου είναι Λούσυ Μπάρτον». Και διαβάζοντας το πράγματι διαπίστωσα το ταλέντο της να περιγράφει με ευκρίνεια τους ανθρώπους και τις σχέσεις ανάμεσα τους, ακόμα και όταν αυτές δεν είναι σαφείς, δεν είναι ασφαλείς και ούτε και ξεκάθαρες. Σε αυτό το βιβλίο η Στράουτ διαπραγματεύεται την αποστασιοποιημένη σχέση μιας κόρης με τη μητέρα της, αλλά την ανασκόπηση της ζωής αυτής της κόρης με αφορμή την επανεμφάνιση της μητέρας της στη ζωή της.
Ποιο θέμα διαπραγματεύεται το βιβλίο; Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Λούσυ Μπάρτον νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, σε μια νοσηλεία που συνολικά θα διαρκέσει εννιά εβδομάδες. Της λείπουν οι κόρες της, η Κρίσσυ και η Μπέκα, καθώς ο σύζυγος της ο Ουίλιαμ δεν μπορεί, και στην πραγματικότητα ούτε και θέλει, να τις φέρνει συχνά στο νοσοκομείο προκειμένου να την επισκεφτούν. Το ίδιο σπάνιες είναι και οι δικές του επισκέψεις. Ωστόσο, τρεις εβδομάδες από την έναρξη της νοσηλείας της κάνει την εμφάνιση της η μητέρα της, με έναν τρόπο ήσυχο και διακριτικό, μετά από πολλά χρόνια που οι δυο τους δεν είχαν καμία επικοινωνία. Με πρωτοβουλία του Ουίλιαμ, που κανόνισε όλα τα διαδικαστικά αυτής της επίσκεψης, η μητέρα της θα μείνει μαζί της για έξι μέρες. Σε αυτές τις έξι μέρες η Λούσυ Μπάρτον θα συσχετιστεί με τη μητέρα της, κάνοντας παράλληλα μια αναπόφευκτη αναδρομή στην κοινή οικογενειακή ζωή τους, που περιλαμβάνει εκτός από τη μητέρα της, τον πατέρα και τα δυο της αδέρφια.
Σε ό,τι αφορά τη συσχέτιση τους, η επικοινωνία τους περιορίζεται στο σχολιασμό άλλων ανθρώπων, τόσο από το κοινό τους παρελθόν όσο και από το νοσοκομείο ή την επικαιρότητα. Η Λούσυ αισθάνεται ανακούφιση και ασφάλεια με την παρουσία της μητέρας της, και επιθυμεί να ακούει τη φωνή της να της διηγείται αυτές τις ιστορίες, καθώς την ησυχάζει. Όμως τις φορές που θα προσπαθήσει να φέρει τη μητέρα της κοντά της, να μιλήσει για το κοινό τους παρελθόν, να εκμαιεύσει τα συναισθήματα της για το πρόσωπο της, θα απλώνεται σιωπή, αμηχανία, αποσύνδεση. Η Λούσυ δε θα πάρει απαντήσεις, θα της μείνει μόνο κάποια αίσθηση, και μια αμφιθυμία μεταξύ θυμού και ενοχών.
Από την άλλη, η αναδρομή που βλέπουμε να συμβαίνει στα παιδικά χρόνια της Λούσυ περιλαμβάνει ακραία φτώχεια, παραμέληση και βία. Η Λούσυ θυμάται το γκαράζ που ήταν το σπίτι τους μέχρι τα έντεκα έτη της, το σχολείο και τις φιλίες της, τα αδέρφια της και τις δικές τους συσχετίσεις με τους γονείς του. Η αναδρομική αφήγηση γίνεται με flashback, με τυχαία χρονική σειρά που όμως βγάζει νόημα.
Το βιβλίο ωστόσο δεν περιορίζεται στην περίοδο της νοσηλείας της. Με μεγάλα χρονικά άλματα, θα δούμε και το μέλλον της Λούσυ και της δικής της οικογένειας στην πορεία του χρόνου, καθώς και τη σχέση της με την πατρική της οικογένεια.
Λίγα λόγια για τους χαρακτήρες: Η Λούσυ Μπάρτον είναι μια γυναίκα που άφησε πίσω την κακοποιητική της οικογένεια και αποκόπηκε από αυτήν, χωρίς να το επιδιώξει με σαφήνεια, αφήνοντας τον εαυτό της να παρασυρθεί από την πορεία της ζωής της, όπως διαμορφώθηκε κατά την διάρκεια αλλά και μετά την φοίτηση της στο πανεπιστήμιο. Το ίδιο έκανε και η πατρική της οικογένεια. Η Λούσυ σκιαγραφείται μετέωρη συναισθηματικά, αβέβαιη για την εγκυρότητα όχι μόνο των σκέψεων της αλλά και των πραγματικών γεγονότων. Όμως το ανεξερεύνητο και συνάμα γνήσιο συναίσθημα της την καθοδηγεί στη ζωή. Αναδύεται, ακόμα και χωρίς ξεκάθαρη διαύγεια, και της δείχνει δρόμους επιθυμίας και επίτευξης, που μέσα έχουν ικανοποίηση αλλά και πολλά λάθη.
Η μητέρα της Λούσυ από την άλλη παραμένει αινιγματική παρουσία καθόλη την διάρκεια του βιβλίου, ως προς το συναίσθημα αλλά και τη σκέψη της. Και αυτό δε συμβαίνει από πρόθεση της ίδιας να είναι αινιγματική και απροσπέλαστη, αλλά από την έλλειψη δυνατότητας να επικοινωνήσει ουσιαστικά. Αυτή η δυσκολία της έρχεται από φόβο, από άγνοια, από στερεότυπα, από αδυναμία κατανόησης και παραδοχής των γεγονότων που συνέβησαν στην οικογενειακή τους ιστορία.
Διαβάστε αυτό το βιβλίο εάν: επιθυμείτε να διαβάσετε για τη σχέση μιας κόρης και μιας μητέρας που προσπαθούν να «συναντηθούν», όμως στην πραγματικότητα δεν μπορούν. Προσκόμματα στην επικοινωνία τους αποτελούν όλα τα ανεπεξέργαστα κομμάτια της κοινής τους ζωής, καθώς και οι διαφορετικές θεάσεις της ζωής εν γένει. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την οποία είναι γραμμένο το βιβλίο προσφέρει μια αίσθηση αμεσότητας και βαθύτερης κατανόησης της δυσκολίας που περιγράφει η πρωταγωνίστρια.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα: Η Ελίζαμπεθ Στράουτ γεννήθηκε στο Πόρτλαντ της Πολιτείας Μέιν, το 1956. Έγινε γνωστή με το βιβλίο της “Abide with Me”, που έγινε μπεστ-σέλερ στην Αμερική, και το μυθιστόρημα “Amy and Isabelle”, το οποίο απέσπασε τη γενική αποδοχή κριτικών και κοινού, αλλά και πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τις σημαντικές λογοτεχνικές διακρίσεις των εφημερίδων “Los Angeles Times” και “Chicago Tribune”. Διηγηματά της έχουν δημοσιευτεί επανειλημμένως στον Τύπο, συμπεριλαμβανομένων του “New Υorker” και του “Oprah Magazine”. Το μυθιστόρημά της “Olive Kitteridge” (“Ο Κόσμος της κυρίας Όλιβ”), και οι διθυραμβικές κριτικές που κέρδισε από το σύνολο του αμερικανικού Τύπου, της χάρισαν το βραβείο Πούλιτζερ το 2008. Η Ελίζαμπεθ Στράουτ είναι μέλος του καθηγητικού σώματος της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Κουίνς της Σάρλοτ, στη Βόρεια Καρολίνα, και μένει στη Νέα Υόρκη. (Με πληροφορίες από τη biblionet).
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
Συγγραφέας: Ελίζαμπεθ Στράουτ
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις: Άγρα
Έτος έκδοσης: 2019
Αριθμός σελίδων: 186