Δεν ήμουν πια άνθρωπος – Οσάμου Νταζάι

Το βιβλίο «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» του Οσάμου Νταζάι είναι μια κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που δεν μπόρεσε ποτέ να ταιριάξει με την κοινωνία, ενός παρία που κινήθηκε στο περιθώριο του νόμου, της κοινωνίας και της ίδιας της ζωής εν τέλει. Το βιβλίο αυτό είναι ημι-αυτοβιογραφικό, καθώς τα βιώματα του συγγραφέα και του πρωταγωνιστή του συμπίπτουν σε πολλά σημεία, προσθέτοντας έτσι μια αξία ως προς την «καθαρότητα» του βιώματος που περιγράφει.

Ποιο θέμα διαπραγματεύεται το βιβλίο; Το βιβλίο ξεκινά με τον αφηγητή να παρατηρεί τρεις διαφορετικές φωτογραφίες του ίδιου προσώπου, σε τρεις διαφορετικές ηλικίες. Ο άνδρας που απεικονίζεται είναι παιδί, είναι νεαρός ενήλικας και στη συνέχεια (απροσδιόριστα) ηλικιωμένος. Όλες τους έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, την αίσθηση της ανυπαρξίας του εικονιζόμενου. Οι φωτογραφίες αυτές είναι του ίδιου του αφηγητή.

Ο Γιόζο Όμπα λοιπόν, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, μας μιλά μέσα από τα τρία του σημειωματάρια και τις καταγραφές που βρίσκονται σε αυτά και σκιαγραφούν όλη την εμπειρία της ζωής του. Από μικρό παιδί ο Γιόζο αδυνατούσε να καταλάβει πως αισθάνονται οι άλλοι άνθρωποι, και αυτό τον δυσκόλευε στο να βρει την θέση του στον κόσμο. Το δικό του συναισθηματικό βίωμα ήταν ένα συνονθύλευμα μοναξιάς, απόγνωσης και φόβου. Οι γονείς του ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη, όμως στάθηκαν συναισθηματικά απόμακροι και απόντες από τη ζωή του, ιδιαίτερα ο πατέρας του που κατείχε αξιωματική θέση. Ο Γιόζο μεγάλωσε σε ένα σπίτι με βοηθητικό προσωπικό και τα αδέρφια του.

Από νωρίς στη ζωή κατάλαβε πως για να χωρέσει θα πρέπει να υιοθετήσει ένα προσωπείο, αυτό του «κλόουν» που είναι αρεστός και ευχάριστος σε όλους. Το προσωπείο του αποδείχθηκε επαρκές για τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, ωστόσο όταν ο ίδιος μετοίκησε στο Τόκιο για να ξεκινήσει τις σπουδές του, η νεοαποκτηθείσα ελευθερία του τον οδήγησε σε ένα σωρό συναναστροφές, που μεταξύ άλλων περιλάμβαναν ως κομμάτι της συσχέτισης την κατάχρηση αλκοόλ, την επίσκεψη σε πόρνες αλλά και τη συμμετοχή σε παράνομες κομματικές δραστηριότητες.

Ο έρωτας και η εγγύτητα που εμφανίστηκαν στη ζωή του, ως αναπόφευκτο κομμάτι της ενηλικίωσης, αποτέλεσαν επίσης μαρτυρικά πεδία για τον ίδιο και τον εσωτερικό του κόσμο. Και -επίσης αναπόφευκτα- αποτέλεσαν μαρτυρικά πεδία και για τις γυναίκες που συναναστράφηκε. Ο Γιόζο κατέληξε να έχει μπλεξίματα ακόμα και με τον νόμο, από τα οποία απαλλάχτηκε χάρη στις γνωριμίες του πατέρα του. Ωστόσο, αυτό οδήγησε και στη διακοπή των σχέσεων του με την πατρική του οικογένεια, κάτι που του κόστισε ιδιαίτερα, τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.

Η έκπτωση της ποιότητας της ζωής του συνεχίστηκε με το πέρασμα του χρόνου, γεγονός που καταδεικνύεται ιδιαιτέρως γλαφυρά όσο ο/η αναγνώστης/τρια περνά από σημειωματάριο σε σημειωματάριο. Ο εθισμός του μετατοπίστηκε από το αλκοόλ στη μορφίνη και η κακοδιαχείριση του πενιχρού του εισοδήματος τον οδήγησε στο να εργάζεται σε ευτελούς ποιότητας καλλιτεχνικές δημιουργίες, γεγονός που γκρέμισε το όνειρο του για μια καριέρα στην Τέχνη. Ο Γιόζο κατέληξε ακόμη και να νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα για να μπορέσει να απεξαρτηθεί από τη μορφίνη.

Το βιβλίο όμως δεν τελειώνει εκεί. Έχει ακόμα κάποιες σελίδες που περιγράφει το μετά της ζωής του Γιόζο καθώς και ένα ολιγοσέλιδο τελευταίο κεφάλαιο που δεν είναι γραμμένο από τον ίδιο, αφήνοντας στο αναγνωστικό κοινό τα περιθώρια να δώσει στο Γιόζο το δικό του τέλος.

Λίγα λόγια για τους χαρακτήρες: O Γιόζο είναι ένας άνθρωπος που ζει το απόλυτο εσωτερικό κενό. Δεν μπορεί να κατανοήσει το τι σκέφτονται, αισθάνονται και θέλουν τα άτομα στον περίγυρο του, όμως μπορεί να προσαρμόζεται με επιτυχία σε αυτά που υποθέτει πως μπορεί να θέλουν.  Μέσα του νιώθει ασφυξία και τρόμο, ιδιαίτερα μπροστά στην πιθανότητα το προσωπείο του να αποκαλυφθεί, ενώ κάθε τέτοια ένδειξη τον κλωνίζει σε βάθος.

Στην ενηλικίωση, όπου ο Γιόζο μετακινείται στο Τόκιο και το περιβάλλον είναι καινούργιο και ασταθές, μαθαίνει με έναν τρόπο να συμπορεύεται με το φόβο. Όμως με τίποτα δεν μπορεί να αντέξει το αίσθημα μιας ενδεχόμενης χαράς ή πληρότητας, καθώς μόνο στη σκέψη τρομοκρατείται. Κάθε του ενέργεια είναι ένα σαμποτάζ σε όποια πιθανότητα επιτυχίας ή ευτυχίας. Έχοντας συναίσθηση της συμπεριφοράς του και των συνεπειών της, επιλέγει να την επαναλάβει, επικρίνοντας ταυτόχρονα αμείλικτα τον εαυτό του για αυτή του την επιλογή. Στον/στην αναγνώστη/τρια ο Γιόζο μπορεί φορές να μοιάζει ακατανόητος, εγωπαθής και αντιπαθητικός. Και αυτό από την μια βγάζει νόημα.

Όμως εάν ο Γιόζο ζούσε στο σήμερα, ίσως να είχε διαγνωστεί με κάποια ψυχική νόσο, και ίσως να είχε λάβει κάποια βοήθεια για αυτή, ανακουφίζοντας με αυτόν τον τρόπο όλο τον ψυχικό πόνο που αναγκάστηκε να υπομείνει μόνος του και στο περιθώριο της ζωής.

Διαβάστε αυτό το βιβλίο εάν: θέλετε να δείτε τη ζωή μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που έζησε με φόβο και πόνο στο περιθώριο της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που απαιτεί από τα μέλη της να υιοθετούν συγκεκριμένους και προβλέψιμους ρόλους. Η ζωή με προσωπείο και το αίσθημα του μη ανήκειν είναι κεντρικά ζητήματα στο βιβλίο και αναδεικνύονται σε τέτοια που έχουν τη δύναμη να διαλύουν την ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου. Στο βιβλίο, η προδιάθεση κάποιας διαταραχής και οι κοινωνικές επιδράσεις περπατάνε χέρι χέρι, φωτίζοντας το μονοπάτι της ψυχικής κατάρρευσης ενός  ανθρώπου σε τέτοιο βαθμό ώστε να αισθάνεται “όχι πια άνθρωπος”.

Λίγα λόγια για το συγγραφέα: Ο Οσάμου Νταζά ήταν Ιάπωνας συγγραφέας ο οποίος γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου το 1909 και πέθανε στις 13 Ιουνίου το 1948 στην ηλικία των 39 ετών. Θεωρείται ένας από του πιο γνωστούς συγγραφείς μυθιστορημάτων του 20ου αιώνα της Ιαπωνίας. Πολλά από τα έργα του θεωρούνται κλασικά της σύγχρονης Ιαπωνικής λογοτεχνίας, όπως το “Δεν ήμουν πια άνθρωπος”. Με ημιβιογραφικό χαρακτήρα και πολλά στοιχεία της προσωπικής του ζωής, τα έργα του έχουν κινήσει το ενδιαφέρον πολλών αναγνωστών. Τα βιβλία του επίσης μιλούν για θέματα όπως η ανθρώπινη φύση, οι κοινωνικές σχέσεις, η ψυχική ασθένεια και η μεταπολεμική περίοδος στην Ιαπωνία. Ήταν το όγδοο παιδί ενός πλούσιου κτηματία. Η οικογένειά του ήταν αρχικά ταπεινής καταγωγής αλλά σύντομα έγινε σεβαστή και απέκτησε δύναμη. Ο πατέρας του ασχολήθηκε με την πολιτική και έγινε μέλος του Κιζοκου-ιν (House of Peers) το οποίο αποτελούταν από υψηλής τάξεως ευγενείς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι παρόν στην παιδική ηλικία του Νταζάι. Η μητέρα του ήταν άρρωστη μετά από 11 γέννες και έτσι τον μεγάλωσαν κυρίως οι υπηρέτες του σπιτιού. Το 1927 ξεκίνησε τις σπουδές του στη λογοτεχνία και ξεκίνησε να γράφει διάφορες ιστορίες. Η επιτυχία του στο γράψιμο σταμάτησε όταν ο συγγραφέας Ρυουνοσούκε Ακουταγκάβα, τον οποίο θαύμαζε πάρα πολύ, αυτοκτόνησε. Άρχισε να παραμελεί τις σπουδές του και ξόδευε το μεγαλύτερο μέρος του επιδόματος του σε ρούχα, αλκοόλ και ασχολούταν με το Μαρξισμό που ήταν βαριά απαγορευμένος από την κυβέρνηση. Συχνά εξέφραζε τις τύψεις του που είχε γεννηθεί σε μια τόσο λανθασμένη κοινωνία. Το 1929 έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, η οποία όμως απέτυχε. Τον επόμενο χρόνο κατάφερε να αποφοιτήσει. Το 1930 το έσκασε με μία γκέισα, την Χάτσουγο Ογάμα και αυτό έγινε η αφορμή για να τον αποκληρώσει η οικογένειά του. Μερικές μέρες αργότερα έκανε άλλη μια απόπειρα αυτοκτονίας μαζί με μια άλλη γυναίκα σε μια παραλία. Η γυναίκα δεν επιβίωσε αλλά ο Νταζάι σώθηκε από μια βάρκα. Κατηγορήθηκε ως ένοχος για το θάνατο της κοπέλας αλλά με τη βοήθεια της οικογένειάς του κατάφερε να ξεφύγει από κάθε κατηγορία. Λίγο αργότερα παντρεύτηκε τη Χάτσουγο. Τα επόμενα χρόνια του ήταν πολύ δημιουργικά σχετικά με τη λογοτεχνική του καριέρα. Μετά από την τρίτη του απόπειρα αυτοκτονίας, αρρώστησε από σκωληκοειδίτιδα και νοσηλεύτηκε. Εκείνη την περίοδο εθίστηκε σε ένα παυσίπονο βασισμένο στη μορφίνη. Κλείστηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα όπου κατάφερε να απεξαρτηθεί. Κατά τη διάρκεια αυτή, η συζυγός του διέπραξε μοιχεία με έναν από τους καλύτερους φίλους του. Γρήγορα έγινε ευρέως γνωστό και ο Νταζάι διέπραξε αυτοκτονία με τη Χάτσουγο, αλλά για άλλη μια φορά απέτυχε, έτσι πήραν διαζύγιο. Σύντομα ξαναπαντρεύτηκε με μια δασκάλα, τη Μιτσίκο Ισιχάρα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Τα επόμενα χρόνια έγραψε πολλά έργα κάποια από τα οποία εκδόθηκαν. Ήταν δύσκολο όμως να τα εκδώσει διότι το περιεχόμενό τους γινόταν δύσκολα αποδεκτό εκείνη την εποχή. Την μεταπολεμική περίοδο, ο Νταζάι έφτασε στην κορυφή της καριέρας του. Επίσης απέκτησε μια κόρη με μια θαυμάστριά του. Έγινε αλκοολικός και παράτησε την οικογένειά του για να ζήσει με μία χήρα, την Τόμιε Γιαμαζάκι. Το 1948 αυτοκτόνησαν μαζί. (Με πληροφορίες από την ιστοσελίδα της Πρωτοπορίας).

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

Συγγραφέας: Osamu Dazai

Μετάφραση: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος

Εκδόσεις: Gutenberg

Έτος έκδοσης: 2022

Αριθμός σελίδων: 176