Η συνάντηση με το βιβλίο “Χαμένη αναγνώστρια” αποτέλεσε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για μένα, μιας και ήταν η πρώτη φορά που είδα την βιβλιοθεραπεία να εντάσσεται σε λογοτεχνικό κείμενο και να αποτελεί το κεντρικό θέμα μιας λογοτεχνικής πλοκής. Έως τότε είχα την είχα συναντήσει μονάχα σε εξειδικευμένα, ακαδημαϊκά ως επι το πλείστον, κείμενα.
Για αυτό τον λόγο και η δια ζώσης συνάντηση με τον συγγραφέα Fabio Stassi στην 20η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλλονίκης, αποτέλεσε μια εξαιρετικά συγκινητική και συναισθηματικά φορτισμένη εμπειρία για μένα. Η αγάπη του για τα βιβλία και η πίστη του στην δύναμη που κουβαλούν ήταν πρόδηλη στο λόγο και στη στάση του, σε απόλυτη συμφωνία με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου του, ζεσταίνοντας με αυτόν τον τρόπο τις καρδιές του βιβλιοφιλικού κοινού που τον παρακολουθούσε με θέρμη.
To βιβλίο λοιπόν «Η χαμένη αναγνώστρια» του Fabio Stassi (Εκδόσεις Ίκαρος, Μετάφραση Δήμητρα Δότση) είναι ένα βιβλίο γεμάτο βιβλία, που εκτός των άλλων διαπραγματεύεται τον ρόλο που παίζει η λογοτεχνία στη ζωή μας και το τι είναι τελικά αυτό που μας θέλγει στην ανάγνωση.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Βίντσε Κόρσο, ένας άνεργος πια φιλόλογος του οποίου τα λιγοστά χρήματα τελειώνουν. Πριν απελπιστεί οριστικά αποφασίζει να ανοίξει ένα γραφείο «υπαρξιακής αναγέννησης» ως coach, παρέχοντας υπηρεσίες βιβλιοθεραπείας. Νοικιάζει μια σοφίτα στην οποία ζει και εργάζεται, την διαμορφώνει και ξεκινά το έργο του, με μεγάλη αμφιβολία- και ταυτόχρονα- χωρίς καμία εναλλακτική λύση.
Αυτό που κάνει είναι να ακούει τις πελάτισσες του – θα είναι μονάχα γυναίκες καθόλη την διάρκεια του βιβλίου- και να προτείνει βιβλία ανάλογα με το ζήτημα που τις απασχολεί βαθύτερα την τρέχουσα περίοδο. Κάποιες από τις συνεδρίες του θα είναι τραγικά αποτυχημένες και άλλες εξαιρετικά εύστοχες.
Ανάμεσα στις συνεδρίες του ο Βίντσε περνά την καθημερινότητα του τριγυρίζοντας στη Ρώμη. Γυρνά στους δρόμους της και συνάμα τριγυρνά στο μέσα του. Η συναναστροφή με τον πατέρα του ανύπαρκτη, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να διατηρεί μια υποτυπώδη σχέση μαζί του. Η μόνη του κληρονομιά τρία βιβλία αφημένα στο κομοδίνο του δωματίου που ο Βίντσε συνελήφθη, αρκετά όμως για να τον αιχμαλωτίσουν στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας.
Προσφάτως χωρισμένος με την σύντροφο του, αναρωτιέται για τα λάθη του και αν υπάρχει νόημα -ή ελπίδα- να επιστρέψει για να τα διορθώσει. Η ανασφάλεια κυριαρχεί, οι αυτομομφές είναι αδιαχώριστα μπλεγμένες με την καθημερινότητα του, η αποδοκιμασία για τον ίδιο του τον εαυτό μονίμως παρούσα. Όλα αυτά τα συναισθήματα δεν τα κουβαλά απλώς, αλλά άθελα του τα προβάλλει και στις γυναίκες που τον επισκέπτονται, με αποτέλεσμα να έρχεται αντιμέτωπος συχνά με σκεπτικισμό ή προκλητική συμπεριφορά από πλευράς τους. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν εκείνος δεν μπορεί σταθερά και σίγουρα να εμπιστευτεί το ίδιο του το κριτήριο;
Όμως ο Βίντσε έχει αδιαμφισβήτητο ταλέντο. Είναι έξυπνος και πολυδιαβασμένος και προπάντων είναι καλύτερος όταν λειτουργεί διαισθητικά, χωρίς τα φρένα που η συνειδητότητα του βάζει.
Έτσι λοιπόν, όταν μια ηλικιωμένη κυρία, η κυρία Παρόντι, εξαφανιστεί μυστηριωδώς από την πολυκατοικία του, ο Βίντσε θα αναρωτηθεί τι να της συνέβη άραγε. Και όταν στα χέρια του θα πέσει μια λίστα με βιβλία που χρειαζόταν να επιστρέψει στον Εμιλιάνο, τον βιβλιοπώλη της γειτονιάς και φίλο του, θα αφεθεί στην παράτολμη υπόθεση πως αυτή η λίστα αποτελεί το κλειδί του μυστηρίου σχετικά με την εξαφάνιση της, δείχνοντας εμπιστοσύνη στο ένστικτό του.
Βήμα βήμα, βιβλίο το βιβλίο ο Βίντσε θα ανακαλύψει το τι συνέβη σε αυτή την χαμένη αναγνώστρια, και θα μας συγκινήσει.
Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «νουάρ» μιας και διαπραγματεύεται τη λύση μιας μυστηριώδους εξαφάνισης, ωστόσο στον πυρήνα του βρίσκεται η βαθιά αγάπη και γνώση για το βιβλίο. Επίσης, στην ατμόσφαιρα του βιβλίου συνεισφέρουν καταλυτικά και οι μουσικές που επιλέγονται, οι οποίες αποτελούν υποκρούσεις στις σκέψεις του Βίντσε, όταν εκείνος βρίσκεται στη μικρή του σοφίτα.
Οι εσωτερικοί μονόλογοι αλλά και οι διάλογοι που ο πρωταγωνιστής κάνει με δευτερεύοντα πρόσωπα του βιβλίου φωτίζουν πολύπλευρα το κομβικό ερώτημα ως προς το γιατί οι άνθρωποι διαβάζουν λογοτεχνία και τι έχουν να κερδίσουν από αυτό. Οι άνθρωποι λοιπόν διαβάζουν για να ακουμπούν, για να ανακαλύπτουν αλλά και για να συγκαλύπτουν και να δικαιολογούν. Διαβάζουν για να κρυφτούν αλλά και για να αποκαλυφθούν, με την ελπίδα πως θα βρεθεί το πρόσωπο εκείνο που μεθοδικά θα επενδύσει χρόνο και ευαισθησία προκειμένου να αποκωδικοποίησει.
Στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνεται μια λίστα με προτεινόμενα λογοτεχνικά βιβλία από τον ίδιο τον συγγραφέα καθώς και οι προβληματισμοί που ενδεχομένως να ανακουφιστούν μέσα από αυτά. Τα βιβλία αυτά αναφέρονται και εντός του μυθιστορήματος, είτε ως προτεινόμενα στις συνεδρίες της βιβλιοθεραπείας του, είτε ως προσωπικές αναφορές του Βίντσε Κόρσο.
Αντί επιλόγου, μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:
[…] «Όλοι ψάχνουμε έναν αναγνώστη για τις ιστορίες που σκαρώνουμε». «Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν μπορεί να εγκαταλείψει στ’ αλήθεια κανέναν μέχρις εσχάτων. Είναι ένα από τα δράματα που η λογοτεχνία δε θα φωτίσει ποτέ επαρκώς. Ζούμε σε έναν κόσμο πλασμένο από ίχνη και κουτσομπολιά, ενδείξεις και παραπομπές, έναν κόσμο που ο καθένας χτίζει γύρω του για να επιζήσει. Γιατί τίποτα δεν υπάρχει αν δεν μπορείς να το αφηγηθείς. Είμαστε οι πρώτοι καταδότες του εαυτού μας.»
[…] «Όπως βλέπετε, με βοήθησε πολύ όλο αυτό το διάβασμα. Για να πω μια φράση του Τσβάιχ, η λογοτεχνία δεν είναι ζωή αλλά η «εξύμνηση της ζωής, ένας τρόπος να συλλαμβάνουμε το δράμα με πιο ξεκάθαρο και κατανοητό τρόπο». Κι αυτό το δράμα, έτσι όπως ζει μέσα μας και μας προβληματίζει για χρόνια, στο τέλος το κατανοούμε, θέλοντας και μη».
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα: Ο Fabio Stassi (Φάμπιο Στάσι) γεννήθηκε στη Ρώμη το 1962. Είναι υπεύθυνος ιταλικής λογοτεχνίας σε γνωστό εκδοτικό οίκο της Ιταλίας και ταυτόχρονα διευθύνει μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ρώμης. Πρωτοεμφανίστηκε στον συγγραφικό χώρο το 2006. Έχει γράψει δεκατρία μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και βιβλία για παιδιά. Το 2013 γνώρισε μεγάλη επιτυχία χάρη στο μυθιστόρημά του Ο τελευταίος χορός του Σαρλό, το οποίο μεταφράστηκε σε 19 χώρες, ενώ στην Ιταλία τιμήθηκε με έξι βραβεία μεταξύ των οποίων και το Premio Selezione Campiello. Το 2016 κέρδισε το βραβείο Scerbanenco για το καλύτερο νουάρ μυθιστόρημα της χρονιάς με το βιβλίο του Η χαμένη αναγνώστρια ( Ίκαρος, 2018), που αγαπήθηκε πολύ και από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, όπως και τα επόμενα βιβλία της σειράς με πρωταγωνιστή τον βιβλιοθεραπευτή Βίντσε Κόρσο Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή (Ίκαρος, 2019) και Σκοτώνω όποιον θέλω (Ίκαρος, 2022). ( Με πληροφορίες από την ιστοσελίδα των εκδόσεων Ίκαρος)