Η Σιμόν ντε Μποβουάρ δε χρειάζεται συστάσεις. Υπήρξε δυναμική φεμινίστρια, πολυγραφότατη συγγραφέας και μια γυναίκα που επέλεξε την αντισυμβατικότητα στην προσωπική της ζωή, διατηρώντας μακροχρόνια σχέση με το φιλόσοφο Ζαν Πολ Σαρτρ, σε μια εποχή που οι εκτός γάμου σχέσεις θεωρούνταν σκανδαλώδεις. Ωστόσο, σε αυτό το βιβλίο βλέπουμε τη Σιμόν ντε Μποβουάρ σε μια πιο προσωπική θέση, στη θέση της κόρης που ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει τη μητέρα της. Το βιβλίο της «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» είναι ο απολογισμός της σχέσης τους, πριν το οριστικό γεγονός του θανάτου της.
Ποιο θέμα διαπραγματεύεται το βιβλίο; Η 77χρονη μητέρα της Μποβουάρ, η Φρανσουάζ, μεταβαίνει και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο μετά από ένα ατύχημα που είχε, κατά το οποίο τραυμάτισε το ισχίο της. Η Μποβουάρ θα μείνει δίπλα της καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας της προσπαθώντας να παρασταθεί στη μητέρα της και να διαπραγματευτεί μέσα της το ενδεχόμενο του θανάτου της, που όσο η νοσηλεία της προχωρά, γίνεται όλο και πιο βέβαιο, καθώς οι γιατροί ανακαλύπτουν έναν αρκετά προχωρημένο καρκίνο του εντέρου. Αυτή την πληροφορία δε θα τη μάθει ποτέ η Φρανσουάζ. Και ένα μήνα αργότερα θα πεθάνει με έναν «πολύ γλυκό θάνατο».
Λίγα λόγια για τους πρωταγωνιστές του βιβλίου: Σε αυτό το βιβλίο ο Μποβουάρ δεν γράφει από καμία άλλη σκοπιά, παρά από αυτή της κόρης. Και όμως οι ποιότητες της είναι όλες παρούσες, απόδειξη πως ο γνήσιος εαυτός της ήταν βαθιά σκεπτόμενος και φεμινιστικός. Ο τρόπος λοιπόν που η συγγραφέας προσεγγίζει τη μητέρα της αυτό το χρονικό διάστημα είναι εξαιρετικά ανθρώπινος και γνήσιος, και ας μην είναι πάντοτε απόλυτα ειλικρινής απέναντι της. Τόσο στη συναναστροφή τους όσο και στην έσωθεν διαπραγμάτευση της σχέσης τους η Μποβουάρ στέκεται με καλοσύνη και συγχωρητική διάθεση, χωρίς ωστόσο να παραδίδεται άνευ όρων σε όσα την πλήγωσαν. Και αυτά που την πλήγωσαν σε σχέση με τη μητέρα της ήταν πολλά: καταπίεση, υποτίμηση, βία, διχόνοια μεταξύ των αδερφών, αίσθημα ντροπής για τα δικά της θέλω που δεν βρήκαν αποδοχή μέσα στους κόλπους της οικογένειας καταγωγής της.
Έτσι, τη βλέπουμε να αναψηλαφεί τη μητέρα της, τη ζωή της και τη σχέση τους με ευκρίνεια και σε πεδίο 360 μοιρών. Αναλογίζεται τις επιρροές της μητέρας της από την παιδική της ηλικία, την εκπαίδευση της, το γάμο της με τον πατέρα της αλλά και τις ανάγκες της που δεν καλύφθηκαν ποτέ. Συνυπολογίζει τις ανάγκες αυτές στον τρόπο που επέλεξε να αναθρέψει την ίδια και την αδερφή της προσπαθώντας να μετριάσει το τραύμα. Επιτυγχάνει να την δει όχι μόνο από το μετερίζι της πληγωμένης κόρης, αλλά με την οξύνοια και το ανοιχτό πνεύμα που διακρίνει τα γραπτά και τη ζωή της.
Η μητέρα της από την άλλη σκιαγραφείται ως μια γυναίκα βαθιά καταπιεσμένη, που από πολύ νωρίς κλήθηκε να συμμορφωθεί στο κοινωνικώς απαιτούμενο. Και ενώ πάντοτε μέσα της υπήρχε μια αντιδραστική φωνή, επέλεξε να την καταπνίξει, και να δώσει την ίδια παιδεία στις κόρες της. Όμως αυτή η καταπίεση αναπόφευκτα της γέννησε οργή, οργή που ξέσπασε μεταξύ των άλλων και στις κόρες της. Μετά το θάνατο του συζύγου της ωστόσο, ένα μέρος της καταπίεσης υποχώρησε μέσα της, με αποτέλεσμα να βρει μια ανανεωμένη διάθεση για ζωή. Και με αυτή την ολωσδιόλου αντίθετη διάθεση και τη δυναμικότητα ήρθε αντιμέτωπη με το γεγονός του θανάτου της.
Διαβάστε αυτό το βιβλίο εάν: θέλετε να γίνεται μάρτυρας μια αυθεντικής προσπάθειας μιας κόρης, που σε αυτό το βιβλίο έχουμε τη τύχη να είναι η Μποβουάρ, να δει τη μητέρα της για αυτό που είναι, πριν πεθάνει. Να κάνει έναν τίμιο και ολοκληρωμένο αποχαιρετισμό, χωρίς φόβο και πίκρα, αποδεχόμενη τη θνητότητα της μητέρας της αλλά και του ίδιου της του εαυτού.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα: Η Σιμόν ντε Μπoβουάρ (9 Ιανουαρίου 1908 – 14 Απριλίου 1986) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος, διανοούμενη, ακτιβίστρια και φεμινίστρια. Υπήρξε σύντροφος του διάσημου υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν-Πολ Σαρτρ. Το γνωστότερο έργο της υπήρξε Το δεύτερο φύλο, μια φεμινιστική ανάλυση της γυναικείας ύπαρξης και της καταπίεσης των γυναικών. (Με πληροφορίες από την Wikipedia)
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΥ:
Συγγραφέας: Σιμόν ντε Μποβουάρ
Μετάφραση: Γεωργία Αλεξίου
Εκδόσεις: Γλάρος
Έτος έκδοσης: 1979
Αριθμός σελίδων: 98